- ξυλοθήκη
- ξυλο-θήκη, ἡ, Holzbehältnis, Holzstall
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ξυλοθήκη — ξυλοθήκη, ἡ (Α) αποθήκη ξύλων … Dictionary of Greek
ξυλόβολον — ξυλόβολον, τὸ (Α) η ξυλοθήκη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + βάλλω] … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek